Έρποντα έντομα

Κατσαρίδα αμερικάνικη (Periplaneta americana)

Είναι το πιο κοσμοπολίτικο είδος της χώρας μας. Το χρώμα του είναι καστανοκόκκινο και έχει το μεγαλύτερο μέγεθος από όλα τα υπόλοιπα είδη που απαντώνται στην Ελλάδα. Ένα θηλυκό άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του μπορεί να ωοτοκίσει μέχρι και 800 νέες κατσαρίδες. Ασθένειες που μπορεί να μεταδώσουν είναι η πανώλη, διάρροια, δυσεντερία, τύφο, δερματικές αλλεργίες.

Κατσαρίδα γερμανική "ψιλή" (Blatella germanica)

Είναι το πιο διαδεδομένο είδος κατσαρίδας παγκοσμίως. Συναντάται κυρίως εκτός από τις οικίες και στα εστιατόρια, Souper Markets, εργαστήρια παρασκευής τροφίμων, στις αποθήκες αντιπροσωπειών διάθεσης προϊόντων, σε πλοία, αεροπλάνα. Είναι η πιο μικρή κατσαρίδα μαζί με το είδος Supella longipalpa, το οποίο διαφέρει στο χρωματισμό. Το μέγεθός της φτάνει μέχρι και τα 16 mm και αναπαράγεται όλο το χρόνο, έχοντας σαν ιδανική θερμοκρασία για την επιβίωσή της τους 20-22o C. Αν και ο βιολογικός της κύκλος είναι μικρότερος από αυτόν της Αμερικάνικης κατσαρίδας, το θηλυκό έντομο αυτού του είδους μπορεί να γεννήσει μέχρι και 300 αυγά.

Κατσαρίδα μαύρη "ανατολίτικη" (Blatta orientallis)

Αυτό το είδος συνηθίζει να ζει σε εξωτερικούς χώρους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να την δούμε και εντός της οικίας. Στις πιο ορεινές περιοχές, εκεί όπου οι καστανές κατσαρίδες απουσιάζουν, αυτές κάνουν επίσης αισθητή την παρουσία τους. Τρέφεται με αμυλούχες και σακχαρούχες τροφές ή υπολείμματα αυτών. Ένα θηλυκό άτομο μπορεί να ζήσει μέχρι 5,5 - 6 μήνες και να γεννήσει περίπου 8 ωόσακκους όπου ο κάθε ένας περιέχει 16 αυγά.

Κατσαρίδα καστανή "ψιλή" (Supella longipalpa)

Το είδος αυτό μοιάζει με τη γερμανική κατσαρίδα αλλά διαφέρει στις αποχρώσεις του σώμματός της. Τη συναντάμε στα ίδια σημεία με τη γερμανική κατσαρίδα και έχουν σχεδόν τον ίδιο βιολογικό κύκλο.

Κοριός (Cymex lectularius)

Το έντομο αυτό μπορεί να γεννήσει έως 200 αυγά στη διάρκεια της ζωής του. Περνά από 5 νυμφικά στάδια πριν ολοκληρωθεί σε ακμαίο άτομο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την κάθε έκδυση είναι η λήψη αίματος από κάποιον ξενιστή (ζώο ή άνθρωπο). Είναι άπτερο αιμομυζητικό έντομο, καφέ χρώματος με καλή αλτική ικανότητα και τα συναντάμε συνήθως σε κρεβάτια, χαραμάδες, ταπετσαρίες κλπ. Μπορούν να προσβάλουν και τα πτηνά. Το τσίμπημά τους δεν είναι αντιληπτό εκείνη τη στιγμή αλλά μπορεί να προκαλέσει μετά από ώρες έντονο κνησμό. Το τσίμπημά του μοιάζει με του κουνουπιού. Σε αντίθεση με ότι γνωρίζαμε παλαιότερα, ο κοριός δεν είναι φορέας ασθενειών αλλά προκαλεί έντονα δερματικά αλλεργικά συμπτώματα.

Ψύλλος (Pullex irritans, Ctenocephalides canis-felis, Xenopsylla cheopis)

Είναι εκτοπαράσιτα αιμομυζητικά αρθρόποδα που παρασιτούν σε θηλαστικά και πτηνά. Μεταδίδουν Πανώλη, Ενδυμικό Τύφο και Μελιταίο πυρετό. Τα περιττώματά τους μεταφέρουν μολύσματα επίσης και παραμένουν μολυσματικά για περισσότερο από ένα χρόνο. Κυρίως ψύλλοι υπάρχουν σε ένα χώρο όταν ζουν γάτες ή σκύλοι ή όταν στο χώρο μας υπάρχει παρουσία τρωκτικών. Συνήθως απαιτούνται περισσότεροι από έναν ψεκασμοί για τον έλεγχο του πληθυσμού των ψύλλων.

Τσιμπούρι ή Κρότωνας (Ixodidae - Argasidae)

Είναι αιμομυζητικά ακάρεα θηλαστικών, πτηνών και ερπετών. Ο άνθρωπος είναι τυχαίος ξενιστής. Τα συναντάμε επίσης συχνά και σε πυκνή βλάστηση, όπου μπορούν εύκολα να προσβάλουν κάποιον ξενιστή. Το τσιμπούρι μπορεί να ζήσει μέχρι και 14 χρόνια και κατά τη διάρκεια της ζωής του το θηλυκό μπορεί να γεννήσει μέχρι και "18.000 αυγά". Μπορούν να ζήσουν χωρίς τροφή έως και 7 έτη. Μυζούν αίμα σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους. Προκαλούν σοβαρές δερματίτιδες, αναιμία στα ζώα, εγκεφαλίτιδες και με το σάλιο τους μεταδίδουν τοξίνες που προκαλούν μέχρι και παράλυση.

Σκορπιός (Arachnidae)

Αυτό το αρθρόποδο ζει σε πετρώδεις και ξερές περιοχές. Την ημέρα κρύβεται κάτω από πέτρες, σε σχισμές ή ακόμα και μέσα στα σπίτια και τη νύχτα αναζητάει την τροφή του η οποία είναι έντομα, αράχνες και άλλα μικρά ζωύφια. Ο θηλυκός σκορπιός μετά τη σύζευξή του, καταβροχθίζει τον αρσενικό σκορπιό και ύστερα από λίγους μήνες γεννάει περίπου 20-30 αυγά. Υπάρχουν μόλις 3 είδη σκορπιών στην Ελλάδα τα οποία προκαλούν με το τσίμπημα των δαγκάνων τους έντονο πόνο με τοπική ερεθισμό του δέρματος, ενώ το τσίμπημα από το κεντρί της ουράς τους μπορεί να αποβεί και θανατηφόρο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Μυρμήγκι (Formicidae)

Είναι υμενόπτερα έντομα και παρουσιάζουν ποικιλομορφία χρωμάτων. Ζουν συνήθως σε μόνιμες φωλιές οι οποίες μπορεί να είναι στο χώμα, στο εσωτερικό των τοίχων, σε δέντρα, στέγες, κλπ. Η μέση διάρκεια ζωής ενός μυρμηγκιού κυμαίνετα από 1,5-2 μήνες. Είναι ένα έντομο το οποίο δεν είναι φορέας κάποιου παθογόνου αλλά μας ενοχλεί με την "έντονη" παρουσία του στον εσωτερικό μας χώρο, δημιουργώντας ζημιές στα τρόφιμα. Σε σπάνιες περιπτώσεις τα μυρμήγκια μπορεί να προκαλέσουν ζημιές και σε ξύλινα έπιπλα ή σε είδη ρουχισμού. Τα είδη που υπάρχουν στην Ελλάδα δεν είναι επικύνδινα για τον άνθρωπο ή τα ζώα αν και έχουν παρατηρηθεί σε ελάχιστες περιπτώσεις αλλεργικά συμπτώματα από τσίμπημα μεγάλων μυρμηγκιών σε ανθρώπους

Τερμίτης (Kalotermes flavicollis)

Έντομα της τάξης των Ισόπτερων, τα οποία συχνά ο κόσμος τα νομίζει για μυρμήγκια. Είναι κοινωνικά έντομα και η τροφή τους είναι κυρίως το ξύλο. Κατοικούν κρυφά μέσα στο έδαφος ή στο ξύλο και αποφεύγουν τα ρεύματα αέρα και την ηλιακή ακτινοβολία. Οι στοές για την ανακάλυψη νέων πηγών τροφής μπορεί να φτάσουν και την απόσταση των 2 χιλιομέτρων. Είναι εξαιρετικά επιζήμια έντομα μόνο από οικονομικής πλευράς λόγω των φθορών στα ξύλα, αφού δεν είναι φορείς κάποιου παθογόνου αίτιου.

Σαρανταποδαρούσα (Scolopendra)

Η σαρανταποδαρούσα ανήκει στα σαρκοφάγα Μυριάποδα. Το μήκος του σώματός της κυμαίνεται από 5-30 εκατοστά. Εκκρίνει δηλητήριο από το πρώτο ζεύγος των ποδιών που φέρει, τα οποία έχουν μεταμορφωθεί σε ένα είδος "άγγιστρου" και με τα οποία συλλαμβάνει τη λεία της. Ζει συνήθως κάτω από πέτρες και τρέφεται με μικρά έντομα και με νύμφες εντόμων. Το δάγκωμά της προκαλεί έντονο πόνο στον άνθρωπο και σε ορισμένες περιπτώσεις θάνατο στα ζώα.

Ψαλίδα (Dermaptera)

Οι ψαλίδες αριθμούν στην Ελλάδα περί τα 17 διαφορετικά είδη, με κυριότερο είδος το Forficula auricularia (φώτο). Το όνομα της προέρχεται από ένα ζεύγος εξαρτημάτων στο οπίσθιο μέρος του σώματός της, το οποίο μοιάζει με ψαλίδι. Το χρώμα της ανάλογα με το είδος κυμαίνεται από ανοιχτό καφέ έως μαύρο. Τα μεγάλα είδη μπορούν να φτάσουν σε μέγεθος τα 5 εκατοστά. Τα συναντάμε σε υγρά και σκοτεινά μέρη. Την ημέρα συνήθως κρύβονται σε ρωγμές. Αρκετά είδη από αυτά ζουν επιζωοτικά σε νυχτερίδες και τρωκτικά. Δεν είναι φορείς κάποιου παθογόνου, αλλά με το τσίμπημά τους προκαλούν έντονα δερματικά αλλεργικά συμπτώματα (κοκκινίλες), στα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει σύγχιση με τσιμπήματα από ψύλλο.